Όγδοο μέρος: Υ.Γ. ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΕΤΕ ΠΕΡΙ ΤΙΝΟΣ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ.
Νοέμβριος 2023.
Ο θρύλος λέει ότι, τον καιρό που ο χρόνος δεν είχε σημασία, η βροχή και η νύχτα σκέπαζαν τον Οίκο των Όντων. Τότε το φως έσβησε. Όλα ήταν σκοτάδι. Γυναίκες, άνδρες και άλλοες σκόνταφταν και χτυπούσαν μεταξύ τους. Για τον λόγο αυτό, μάλωναν και τσακώνονταν αδέλφια και γείτονες. Δεν αναγνώριζαν καν η μία τον άλλον, παρόλο που ήταν συγγενείς και γνωστοί, γιατί ήταν πολύ σκοτεινά. Πολύ μάλωναν.
Οι πρώτοι θεοί, αυτοί που δημιούργησαν τον κόσμο, τεμπέλιαζαν, έλεγαν ανέκδοτα και ιστορίες ξαπλωμένοι στις αιώρες τους. Αλλά η φασαρία στον Οίκο των Όντων έφτασε μέχρι τους θεούς. «Από πού έρχεται αυτή η φασαρία;» ρώτησε ένας. «Ποιος ξέρει», είπε ένας άλλος. Η Ιξμουκανέ, η μητέρα θεά, είπε: «Πάμε να δούμε γιατί γίνεται αυτή η φασαρία», αλλά κατεβαίνοντας από την αιώρα έπεσε και χτύπησε στο έδαφος το πρόσωπό της, που πλέον έμοιαζε βαθουλωμένο, ή σαν να είχε ρωγμές. Η Ιξμουκανέ σηκώθηκε από το έδαφος χωρίς να βλαστημήσει γιατί δεν είχαν εφευρεθεί ακόμη οι βρισιές. Τίναξε τη σκόνη από πάνω της. Σήκωσε λίγο τη φούστα της και έτρεξε προς τον Οίκο των Όντων.
Οι θεοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους χωρίς να πουν τίποτα, αλλά σκέφτηκαν: «Αλήθεια, θα μας νικήσει μια γυναίκα;» και κατέβηκαν από τις αιώρες τους, αλλά προσεκτικά, και έτρεξαν να προλάβουν την Ιξμουκανέ. Όμως, επειδή είχαν παρατεμπελιάσει, δεν είχαν καθαρίσει την περιοχή τους και υπήρχαν πολλοί θάμνοι. Ήταν γεμάτη θάμνους acahual. Υπήρχαν άφθονα tzaw ch´ix (αγκάθια), ξερά κλαδιά, αγριόχορτα (που λέγονται και gezau h´ak), καθώς και ch´oox tz´an, που είναι κάτι σαν κλήμα με αγκάθια. Αλλά συνέχισαν, τρέχοντας και πηδώντας όσο καλύτερα μπορούσαν, και γκρίνιαζαν στο μονοπάτι, αυτοί οι θεοί, γιατί δεν επρόκειτο να επιτρέψουν σε μια γυναίκα να τους νικήσει. Αργότερα έφτασαν στον Οίκο των Όντων, γεμάτοι γρατζουνιές και με χτυπήματα στο πρόσωπο και τα χέρια τους. Κανείς όμως δεν τους είδε πως ήταν παντού χτυπημένοι, γιατί δεν υπήρχε φως. Γι’ αυτό πιστεύεται ότι οι θεοί δεν έχουν πληγές.
Ούτε οι θεοί είδαν τίποτα. Όλα ήταν σκοτεινά. Μόνο από τον ήχο καταλάβαινες ότι υπήρχαν κι άλλοι εκεί. «Και τώρα;» αναρωτήθηκαν οι θεοί. Η Ιξμουκανέ δεν αναρωτήθηκε τίποτα, αλλά συνέχισε να σκέφτεται. Οι αρσενικοί θεοί ήταν πάντα πολύ καυχησιάρηδες και άρχισαν να λένε ότι πρέπει να φέρουν ocote [προσάναμμα και θυμιατό]. Άλλος έλεγε ότι πρέπει να εφεύρουμε τον φακό και τη λάμπα. Άλλος, να μαζέψουμε πολλές πυγολαμπίδες. Και ούτω καθεξής.
Η Ιξμουκανέ σκέφτηκε: «Πρέπει να επαναφέρουμε το φως. Αλλά για να το επαναφέρουμε, πρέπει να το βρούμε. Και για να το βρούμε, πρέπει να ξέρουμε πού να το αναζητήσουμε. Και για να μάθουμε πού να το αναζητήσουμε, πρέπει να μάθουμε τι ακριβώς συνέβη».
Η Ιξμουκανέ συγκέντρωσε τους άντρες, τις γυναίκες και τις/τους άλλοες, τους ανθρώπους του καλαμποκιού. Εκείνη την εποχή υπήρχαν μόνο άντρες, γυναίκες και άλλοες άνθρωποι του καλαμποκιού, διάφορων αποχρώσεων και κάθε πρόσωπο ήταν ξεχωριστό. Δεν υπήρχαν θρησκείες, έθνη, κράτη, πολιτικά κόμματα, ούτε όλα όσα γεννήθηκαν αργότερα ως αιτίες πολέμου. Έτσι, όταν η Ιξμουκανέ είπε «ελάτε, αδερφάκια», ήρθαν ακολουθώντας τη φωνή της όλοι οι άνδρες και οι γυναίκες και μαζί οι άλλοες – γιατί δεν ένιωθαν αποκλεισμένοι/ες.
Μαζεύτηκαν λοιπόν σε συνέλευση. Δεν κοιτάχτηκαν γιατί δεν υπήρχε φως, αλλά μπορούσαν να μιλήσουν και να ακούσουν η μία τον άλλον.
Η Ιξμουκανέ ρώτησε «Τι θα κάνουμε;» Οι άντρες, οι γυναίκες και οι άλλοες δεν κοιτάχτηκαν –γιατί δεν υπήρχε φως– αλλά συνέχισαν να σιωπούν. Μέχρι που μια φωνή είπε «Λοιπόν, πες μας εσύ τι να κάνουμε». Το χειροκρότημα δεν φάνηκε, αλλά ακούστηκε καθαρά. Η Ιξμουκανέ γέλασε εγκάρδια και είπε: «Ούτε εγώ ξέρω ακριβώς. Δεν ξέρουμε από μόνες μας, αλλά όταν μαζευόμαστε σε μια συνέλευση και συζητάμε, τότε ίσως ξαφνικά προκύψουν κάποιες ιδέες για το τι να κάνουμε». Συνέχισαν να σιωπούν και να αναρωτιούνται τι να κάνουν.
Ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν ήταν η φασαρία που έκαναν οι αρσενικοί θεοί που τσακώνονταν μεταξύ τους, πού στο διάολο ήταν το ocote, θυμήθηκε κάποιος να δημιουργήσει τις πυγολαμπίδες, αν δεν ήμουν εγώ, αυτός που το είχε αναλάβει κάνει την πάπια, τι είναι «πάπια», έχουν φτιαχτεί οι πάπιες; Και ούτω καθεξής.
Στη συνέλευση συζητούσαν ήδη και έκαναν προτάσεις για το τι να κάνουν. Στην αρχή ακούστηκαν μόνο λίγες απόψεις, μετά περισσότερες. Έπειτα έπρεπε να κρατήσουν μια σειρά για τις τοποθετήσεις και να υπάρχει κάποια/ος να καταγράφει αν υπάρχει συμφωνία. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε φως για να γράψεις ή να διαβάσεις, υπήρχε μόνο ο προφορικός λόγος, έτσι ανέθεσαν στην Ιξμουκανέ να κρατά ό,τι λεγόταν στο κεφάλι της και μετά να το λέει.
Ειπώθηκαν πολλές ιδέες και λόγια, και δεν χωρούσαν πια στο κεφάλι της Ιξμουκανέ. Μετά άρχισε να τα κρατάει στα μαλλιά της και τα μαλλιά της άρχισαν να μακραίνουν, γι’ αυτό και οι γυναίκες έχουν μακριά μαλλιά. Τα μαλλιά της δεν ήταν όμως αρκετά, αν και προσπαθούσε να τα βολέψει και τότε ήταν που εφευρέθηκε η «πρέσσα μαλλιών», που όπως δηλώνει και το όνομά της σημαίνει «στίβω το κεφάλι μου». Τα μαλλιά της Ιξμουκανέ είχαν ήδη φτάσει στο έδαφος, αλλά συνέχιζαν να καταθέτουν ιδέες και λόγια. Τότε η Ιξμουκανέ άρχισε να κρατά τις ιδέες στις πληγές που προκλήθηκαν όταν έπεσε στα αγκάθια και στα κλήματα. Είχε πληγές παντού: στο πρόσωπο, στα μπράτσα, στα χέρια, στα πόδια. Ολόκληρο το σώμα της ήταν γεμάτο πληγές, έτσι κατάφερε να κρατήσει τα πάντα. Γι’ αυτό λένε ότι οι ηλικιωμένοι, οι σοφοί άνθρωποι, όταν έχουν πολλές ρυτίδες και ουλές σημαίνει ότι έχουν πολλές ιδέες και ιστορίες. Άρα ξέρουν πολλά.
Σε μια άλλη περίσταση θα σας πω τι συμφώνησαν σε εκείνη την πρώτη συνέλευση που έγινε στον Οίκο των Όντων, αλλά τώρα θα σας πω τι είπε η Ιξμουκανέ: «Λοιπόν, έχουμε ήδη ένα, σαν να λέμε, σχέδιο για το πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα που έχουμε. Δεδομένου ότι ο κόσμος μόλις γεννιέται, και δίνουμε ένα όνομα σε κάθε πράγμα ή κατάσταση, για να μην μπερδευόμαστε, θα ονομάσουμε αυτό που κάναμε “από κοινού”, γιατί όλοι συμμετείχαμε: κάποιες έδωσαν μερικές ιδέες, άλλοι πρότειναν κάποιες άλλες, υπήρχουν εκείνες που μιλούσαν και υπήρχουν εκείνοι που κρατούσαν σημειώσεις για όσα λέγονταν».
Αρχικά υπήρχε σιωπή. Βαριά, δυνατή ήταν η σιωπή. Μετά ακούστηκε κάποια να χειροκροτεί, μετά κι άλλος, μετά όλοι χειροκροτούσαν και μπορούσες να καταλάβεις ότι ήταν πολύ χαρούμενοι. Δεν χόρεψαν γιατί δεν έβλεπαν την τύφλα τους. Γέλασαν όμως πολύ γιατί είχαν βρει μια νέα έννοια που λέγεται «από κοινού», που σημαίνει «να αναζητούμε μαζί τον δρόμο μας». Και αυτό δεν το επινόησαν οι πρώτοι θεοί, αυτοί που δημιούργησαν τον κόσμο, αλλά ήταν οι άντρες, οι γυναίκες και οι αλλόες του καλαμποκιού, που, από κοινού, βρήκαν τις λέξεις, δηλαδή τον δρόμο.
–*–
Η Ιξμουκανέ ήταν η πιο σοφή από όλους τους θεούς και, καθώς ήταν η πρώτη που έφτασε στον Οίκο των Όντων, είχε περισσότερες πληγές, από την πτώση και από το τρέξιμο μέσα στο acahual, και ήταν φανερά πάνω της τα σημάδια από τα αγκάθια. «Ρυτίδες» και «ουλές», τα ονόμασαν. Από τότε, οι ρυτίδες και οι ουλές αντιπροσωπεύουν τη σοφία. Όσο περισσότερες οι ρυτίδες και οι ουλές, τόσο περισσότερη κι η γνώση. Τότε βέβαια δεν υπήρχαν κοινωνικά δίκτυα και κανείς δεν φορούσε μακιγιάζ, ούτε τροποποιούσε τις φωτογραφίες του με τη γνωστή εφαρμογή εικονικής πραγματικότητας όπως τώρα, που βλέπεις τη φωτογραφία στο προφίλ και μετά βλέπεις την πραγματικότητα και θέλεις να φύγεις τρέχοντας. Όχι, οι ρυτίδες και τα σημάδια ήταν πηγή υπερηφάνειας και όχι ψιλοπράγματα. Ακόμη και νέοι και νέες ζωγράφιζαν ρυτίδες και σημάδια, ή απλώς πήγαιναν στα βουνά, προκειμένου τα αγκάθια και τα κλήματα να γρατσουνίσουν τα πρόσωπά τους. Γιατί δεν είχε σημασία ποιος ήταν πιο όμορφος ή πιο όμορφη, αλλά ποιος ήταν πιο σοφός ή σοφή. Αντί για «followers» και «likes» έψαχναν ποιος είχε τις περισσότερες ρυτίδες και σημάδια.
Και αυτό είναι όλο.
–*–
Ναι, κι εγώ θα ήθελα να μάθω τι απέγινε το χαμένο φως. Ίσως αργότερα, σε άλλο υστερόγραφο, να μάθουμε. Προς το παρόν, πρέπει να μάθουμε να περπατάμε και να ζούμε έτσι στο σκοτάδι. Δεν γίνεται αλλιώς.
Από τα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικού.
Ο Καπετάνιος.
Νοέμβριος 2023. 40, 30, 20, 10 χρόνια μετά.