ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ

Πρώτο μέρος:

ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ.
Rubén Darío.
Νικαράγουα.

Ο άντρας με την καρδιά του κρίνου,
με ψυχή χερουβείμ, με ουράνια γλώσσα,
ο ταπεινός και γλυκός Φραγκίσκος της Ασίζης,
βρίσκεται μ’ ένα ζώο σκληρό και απαίσιο,
θηρίο φοβερό, του αίματος και της κλεψιάς,
με σαγόνια οργής, με μάτια κακού:
Είν’ ο λύκος του Γκούμπιο, ο τρομερός λύκος!
Λυσσασμένος, έχει ρημάξει τον τόπο,
σκληρός, έχει ξεσκίσει τα κοπάδια·
κατασπάραζε αρνιά, κατασπάραζε βοσκούς,
κι είναι αμέτρητα τα θύματά του κι οι ζημιές.

Δυνατοί κυνηγοί οπλισμένοι με σίδερα
αφανίστηκαν. Για τους σκληρούς του κυνόδοντες,
ακόμη και τα πιο γενναία σκυλιά
έμοιαζαν κατσικάκια κι αρνιά.

Βγήκε ο Φραγκίσκος
κι αναζήτησε τον λύκο στη φωλιά του.
Κοντά στη σπηλιά, βρήκε το τεράστιο θηρίο
κι αυτό, μόλις τον είδε, όρμηξε καταπάνω του.
Ο Φραγκίσκος, με τη γλυκιά φωνή του,
ύψωσε το χέρι,
κι είπε στον εξαγριωμένο λύκο: – Ειρήνη, αδελφέ λύκε!
Το ζώο κοίταξε τον άντρα με τον άτσαλο χιτώνα,
ξεφύσηξε βαρύθυμα,
έκλεισε τα επιθετικά ανοιγμένα του σαγόνια,
και είπε: Εντάξει, αδελφέ Φραγκίσκε!
Πώς γίνεται, αναφώνησε ο άγιος, είναι νόμος να ζεις
μέσα στον τρόμο και τον θάνατο;
Το αίμα που τρέχει απ’ το σατανικό σου ρύγχος,
η θλίψη κι ο τρόμος που σκορπάς,
το κλάμα των χωρικών, τα ουρλιαχτά κι ο πόνος
όλων των πλασμάτων του Κυρίου Ημών,
δεν μπορούν να συγκρατήσουν την καταχθόνια οργή σου;
Μήπως έρχεσαι από την κόλαση;
Μήπως ο Εωσφόρος ή ο Βέλιαλ
σου έχουν εμφυσήσει την αιώνια πίκρα τους;

Κι ο μεγάλος λύκος, ταπεινός: Είναι σκληρός ο χειμώνας,
και η πείνα είναι φρικτή! Στο παγωμένο δάσος
δεν βρήκα τι να φάω, κι έψαξα για κοπάδια,
και μερικές φορές έφαγα κοπάδια και βοσκούς.
Το αίμα; Δεν είναι λίγοι οι κυνηγοί που είδα
απάνω στ’ άλογό τους, με κυνηγετικά γεράκια,
ή να τρέχουν πίσω απ’ το αγριογούρουνο,
την αρκούδα και το ελάφι· δεν είδα λίγους
να στάζουν αίμα, να πληγώνουν, να βασανίζουν,
από τα τραχιά κέρατα μέχρι τις πνιχτές κραυγές,
τα ζώα του Κυρίου Ημών.
Και δεν ήταν από πείνα που βγαίναν για κυνήγι!

Ο Φραγκίσκος απαντά: – Είναι κακιά
η μαγιά του ανθρώπου.
Όταν γεννιέται, έρχεται με την αμαρτία. Είναι λυπηρό.
Όμως η απλή ψυχή του ζώου είναι αγνή.
Από αυτή τη μέρα και μετά
θα έχεις τι να φας.
Θ’ αφήσεις στην ησυχία τους
τα κοπάδια και τους ανθρώπους αυτού του τόπου.
Ας ευλογήσει ο Θεός την αγριότητά σου!
Εντάξει, αδελφέ Φραγκίσκε της Ασίζης.

Ενώπιον του Κυρίου, που τα πάντα δένει και λύνει,
με πίστη στην υπόσχεση, δώσ’ μου το πόδι σου.

Ο λύκος άπλωσε το πόδι του στον αδελφό
της Ασίζης, κι αυτός του έτεινε το χέρι.
Πήγανε στο χωριό. Οι άνθρωποι είδαν
κι ήτανε δύσκολο να πιστέψουν στα μάτια τους.
Ο άγριος λύκος ακολουθούσε τον άγιο,
με σκυφτό το κεφάλι και ήσυχος πήγαινε
σαν σκυλί σπιτικό, σαν αρνί.

Ο Φραγκίσκος κάλεσε τον λαό στην πλατεία
κι εκεί κήρυξε.
Είπε: Ιδού, ένα ευγενικό θήραμα.
Ο αδελφός λύκος έρχεται μαζί μου·
μου ορκίστηκε ότι δεν θα ’ναι πια εχθρός σας,
και δεν θα επαναλάβει τις αιματηρές του επιθέσεις.
Όμως κι εσείς να του δίνετε τροφή
στο φτωχό ζώο του Θεού. – Έτσι ας γίνει!
απάντησε όλο το χωριό.
Και τότε, σαν σημάδι ικανοποίησης,
το καλό ζώο κούνησε το κεφάλι και την ουρά του,
και πήγε με τον Φραγκίσκο της Ασίζης στο μοναστήρι.

Για κάποιο διάστημα ο λύκος ήταν ήσυχος
στο ιερό άσυλο.
Τα μεγάλα αυτιά του άκουγαν τους ψαλμούς
και τα καθαρά του μάτια υγραίνονταν.
Έμαθε χίλιες ευχαριστίες κι έπαιξε χίλια παιχνίδια
όταν πήγαινε στην κουζίνα με τους απλούς ανθρώπους.
Και όταν ο Φραγκίσκος έκανε την προσευχή του,
ο λύκος τού έγλειφε τα φτωχικά σανδάλια.
Έβγαινε στους δρόμους,
πήγαινε στο βουνό, κατέβαινε στην κοιλάδα,
κι έμπαινε στα σπίτια και του έδιναν να φάει.
Τον έβλεπαν σαν εξημερωμένο κυνηγόσκυλο.
Μια μέρα, ο Φραγκίσκος έλειπε. Κι ο λύκος
ο γλυκός, ο λύκος ο καλός κι ευγενικός, ο αθώος λύκος
εξαφανίστηκε, γύρισε στο βουνό,
κι άρχισε πάλι το ουρλιαχτό και την οργή του.
Και γι’ άλλη μια φορά ένιωσαν φόβο κι ανησυχία
οι γείτονες και οι βοσκοί·
η φρίκη απλώθηκε παντού,
το θάρρος και τα όπλα δεν μετρούσαν,
αφού η μανία του άγριου θηρίου
δεν είχε ανάπαυλα ποτέ,
σαν να ήταν φωτιά
του Μολώχ και του Σατανά.

Όταν ο άγιος επέστρεψε στο χωριό,
όλοι τον αναζήτησαν με στεναγμούς και κλάματα,
και με χίλιους τσακωμούς έδωσαν μαρτυρία
για όσα υπέφεραν και για όσα έχασαν
από τον άθλιο λύκο του διαβόλου.

Σκοτείνιασε ο Φραγκίσκος της Ασίζης.
Ανέβηκε στο βουνό
να ψάξει για τον ψεύτη τον σφαγέα λύκο.
Και δίπλα στη σπηλιά του το βρήκε το ζουλάπι.

Εις το όνομα του Πατρός του ιερού σύμπαντος,
σε εξορκίζω, είπε, λύκε πονηρέ!
απάντησέ μου: Γιατί επέστρεψες στο κακό;
Μίλα. Σ’ ακούω.
Σαν να παλεύει σιωπηλά, το ζώο μίλησε,
μ’ αφρούς στο στόμα, θανατηφόρο βλέμμα:
Αδελφέ Φραγκίσκε, μην έρχεσαι τόσο κοντά…
Ήμουνα ήσυχος εκεί στο μοναστήρι·
έβγαινα στο χωριό,
και αν μου έδιναν κάτι, ήμουν ευχαριστημένος
και ταπεινά το έτρωγα.
Αλλ’ άρχισα να βλέπω ότι σε κάθε σπίτι
υπήρχε Φθόνος και Θυμός κι Οργή,
και σ’ όλα τα πρόσωπα έκαιγαν τα κάρβουνα
του μίσους, της λαγνείας, της ατιμίας και του ψέματος.
Τα αδέλφια έκαναν πόλεμο στα αδέλφια,
οι αδύναμοι έχαναν, οι κακοί κέρδιζαν,
το θηλυκό και το αρσενικό ήταν σαν το σκύλο και τη σκύλα,
και μια ωραία μέρα μ’ έδειραν όλοι μαζί.
Με είδαν ταπεινό, που έγλειφα τα χέρια
και τα πόδια τους. Ακολούθησα τους ιερούς σου νόμους·
όλα τα πλάσματα ήταν αδέρφια μου:
αδέρφια οι άνθρωποι, αδέρφια τα βόδια,
αδέρφια τ’ άστρα κι αδέρφια τα σκουλήκια.
Κι έτσι, με χτύπησαν και με πετάξαν έξω.
Και το γέλιο του ήταν σαν βραστό νερό,
και μες στα σπλάχνα μου ξαναγεννήθηκε το άγριο θηρίο,
και ένιωσα σαν κακός λύκος ξαφνικά·
αλλά πάντα καλύτερος από αυτούς τους κακούς ανθρώπους.
Και άρχισα να αγωνίζομαι ξανά εδώ,
για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και να τραφώ.
Όπως κάνει η αρκούδα, όπως το αγριογούρουνο,
που για να ζήσουν πρέπει να σκοτώσουν.
Αφήστε με στο βουνό, αφήστε με στη χαράδρα,
αφήστε με να ζω με ελευθερία,
πήγαινε στη μονή σου, αδελφέ Φραγκίσκε,
ακολούθησε το δρόμο σου και την αγιότητά σου.

Ο άγιος της Ασίζης δεν του είπε τίποτα.
Τον κοίταξε με βλέμμα βαθύ
και έφυγε με δάκρυα και θλίψη,
και μίλησε στον αιώνιο Θεό με την καρδιά του.
Ο άνεμος του δάσους πήρε την προσευχή του,
που ήταν: Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς

Δεκέμβριος 1913