Η ΚΑΝΤΙΝΑ

Δεύτερο Μέρος: Η ΚΑΝΤΙΝΑ

 Το ημερολόγιο; Το τρέχον. Η γεωγραφία; Κάθε γωνιά του κόσμου.

Χωρίς να ξέρετε καλά καλά γιατί, περπατάτε, κρατώντας το χέρι ενός μικρού κοριτσιού. Είστε έτοιμος να την ρωτήσετε πού πηγαίνετε, όταν περνάτε μπροστά από μια καντίνα. Μια μεγάλη φωτεινή επιγραφή, σαν μαρκίζα κινηματογράφου, διαλαλεί: «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ. Καντίνα-μπαρ» και πιο κάτω «Δεν δεχόμαστε γυναίκες, παιδιά, ιθαγενείς, άνεργους, άλλουες, ηλικιωμέν@ς, μετανάστες και λοιπούς αναλώσιμους». Κάποιο λευκό χέρι έχει προσθέσει“In this place, Black Lives does not matter”. Κι ένα άλλο αντρικό χέρι συμπληρώνει «Γυναίκες, μπορείτε να μπείτε μόνο αν συμπεριφέρεστε σαν άντρες». Στις πλευρές του καταστήματος, βρίσκονται στοιβαγμένα πτώματα γυναικών όλων των ηλικιών και όλων των κοινωνικών τάξεων, αν κρίνουμε από τα κομματιασμένα ρούχα τους. Σταματάτε. Το ίδιο και το κοριτσάκι, που έχει πλέον παραδοθεί. Ρίχνετε μια ματιά από την πόρτα και βλέπετε ένα συρφετό από άντρες και γυναίκες με αντρική συμπεριφορά. Στην μπάρα ή στον πάγκο, ένα αρσενικό κραδαίνει ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ, απειλώντας δεξιά και αριστερά. Το πλήθος είναι εμφανώς διχασμένο: από τη μια βρίσκονται αυτοί που χειροκροτούν και από την άλλη όσοι γιουχαΐζουν. Όλοι μοιάζουν μεθυσμένοι, με βλέμμα άγριο, πρόσωπο κατακόκκινο και το σάλιο να γλιστρά στο πιγούνι.

Κάποιος που μάλλον είναι ο πορτιέρης ή κάτι παρεμφερές, σας πλησιάζει και σας ρωτά:

«Θέλετε να περάσετε; Μπορείτε να διαλέξετε την πλευρά που επιθυμείτε. Θέλετε να χειροκροτήσετε ή να επικρίνετε; Όποιο στρατόπεδο κι αν επιλέξετε, σας εγγυόμαστε ότι θα έχετε πολλούς ακόλουθους, likes, σηκωμένους αντίχειρες και ακόμα περισσότερα χειροκροτήματα. Θα γίνετε διάσημος αν σκεφτείτε κάτι πνευματώδες, είτε υπέρ είτε κατά. Και ας μην είναι πολύ έξυπνο, αρκεί να κάνει θόρυβο. Δεν έχει καμία σημασία αν είναι αλήθεια ή ψέματα αυτό που θα πείτε, αρκεί να το φωνάξετε δυνατά».

Εσείς κάνετε μια εκτίμηση της προσφοράς. Σας φαίνεται  ελκυστική, ιδίως τώρα που ούτε σκύλος δεν σας ακολουθεί.

«Είναι επικίνδυνο;», τολμάτε να ρωτήσετε συνεσταλμένα.

Ο μπράβος σας καθησυχάζει: «Ούτε κατά διάνοια. Εδώ βασιλεύει η ατιμωρησία. Δείτε αυτόν που κρατά τώρα το ρόπαλο. Λέει ό,τι βλακεία του κατέβει στο κεφάλι. Οι μεν τον χειροκροτούν, οι δε τον επικρίνουν λέγοντας επίσης βλακείες. Όταν αυτός τελειώσει, θα ανέβει με τη σειρά του κάποιος άλλος. Σας το είπα και προηγουμένως. Δε χρειάζεται να είστε έξυπνος. Για να μη σας πω ότι η εξυπνάδα εδώ αποτελεί εμπόδιο. Εμπρός, θάρρος. Με αυτό τον τρόπο θα ξεχάσετε τις αρρώστιες, τις καταστροφές, τις δυστυχίες, τα ψέματα που γίνονται κυβέρνηση, το αύριο. Εδώ η πραγματικότητα δεν έχει, πραγματικά, καμία σημασία. Αυτό που αξίζει είναι η εκάστοτε μόδα».

Εσείς: «Και τι συζητάνε;».

«Α! Οτιδήποτε. Αμφότεροι επιδίδονται σε επιπολαιότητες και βλακείες, μια και η δημιουργικότητα δεν είναι δα και το φόρτε τους. Αυτό», απαντά ο φύλακας ενώ ρίχνει τρομαγμένος μια ματιά στην κορυφή του κτιρίου.

Το κορίτσι, ακολουθώντας την κατεύθυνση του βλέμματός του, δείχνει προς το ψηλότερο τμήμα του οικοδομήματος, όπου διακρίνεται ένας ολόκληρος όροφος –με τζάμι-καθρέφτη απ’ άκρη σ’ άκρη–  και τον ρωτά:

«Και αυτοί εκεί πάνω είναι υπέρ ή κατά;»

«Α, όχι», απαντά ο άντρας και προσθέτει ψιθυρίζοντας: «Αυτοί είναι τα αφεντικά της καντίνας. Δεν χρειάζεται να εμφανίζονται καθόλου, απλά γίνεται αυτό που διατάζουν».

Έξω, λίγο παρακάτω στο δρόμο, βλέπετε μια ομάδα ανθρώπων που, υποθέτετε, δεν ενδιαφέρθηκε να μπει στην καντίνα και συνέχισε το δρόμο της. Άλλοι τόσοι βγαίνουν από το μέρος αυτό ενοχλημένοι, μουρμουρίζοντας: «είναι αδύνατον να βγάλεις άκρη εκεί μέσα» και «αντί για ‘Η Ιστορία’ θα έπρεπε να ονομάζεται ‘Η Υστερία’». Γελάνε, και απομακρύνονται.

Το κορίτσι σάς κοιτάζει επίμονα. Εσείς διστάζετε…

Και τότε σας λέει: «Μπορείς να μείνεις ή να συνεχίσεις. Απλά πάρε την ευθύνη της απόφασής σου. Η ελευθερία δεν είναι μόνο η ικανότητα να αποφασίζεις τι να κάνεις και να το κάνεις. Ελευθερία σημαίνει επίσης να αναλαμβάνεις την ευθύνη για ό,τι κάνεις και για τις αποφάσεις που παίρνεις».

Χωρίς να έχετε ακόμα πάρει απόφαση, ρωτάτε το κορίτσι: «Κι εσύ πού πας;»

«Στο χωριό μου» λέει το κορίτσι, απλώνοντας τα μικρά της χέρια προς τον ορίζοντα σαν να λέει, «στον κόσμο».

Από τα βουνά του Νοτιοανατολικού Μεξικού.

SupGaleano.

Είναι Μεξικό, είναι το 2020, είναι Δεκέμβρης, είναι ξημέρωμα, κάνει κρύο και μια πανσέληνος  κατάπληκτη κοιτάζει πώς τα βουνά μαζεύονται, τυλίγουν τα naguas[i] τους και σιγά σιγά, πολύ αργά, αρχίζουν να βαδίζουν.

-*-

Από το σημειωματάριο του Γατόσκυλου: Η Esperanza (Ελπίδα) διηγείται στην Defensa (Άμυνα) ένα όνειρο που είδε.  

«Εκεί λοιπόν που κοιμάμαι, βλέπω ένα όνειρο. Φυσικά και ξέρω ότι είναι όνειρο, αφού κοιμάμαι. Και βλέπω ότι είμαι πολύ μακριά. Και ότι υπάρχουν άντρες και γυναίκες και αλλόιες πολύ διαφορετικοί. Δεν τους ξέρω. Μιλάνε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω. Και έχουν πολλά χρώματα και πολύ αλλιώτικους τρόπους. Κάνουν πολύ σαματά. Τραγουδούν και χορεύουν, μιλάνε, τσακώνονται, κλαίνε, γελάνε. Και δεν γνωρίζω τίποτα από αυτά που βλέπω. Υπάρχουν κτίρια μεγάλα και μικρά. Υπάρχουν δέντρα και φυτά όπως αυτά εδώ, αλλά διαφορετικά. Πολύ διαφορετικό φαγητό. Οπότε είναι όλα πολύ περίεργα. Αλλά το πιο παράξενο είναι ότι δεν ξέρω γιατί ή πώς, αλλά ξέρω ότι είμαι στο σπίτι μου».

H Esperanza (Ελπίδα) μένει σιωπηλή. Η Defensa Zapatista (Ζαπατιστική Άμυνα) σταματά να κρατά σημειώσεις στο τετράδιό της, κοιτάζει επίμονα την Esperanza (Ελπίδα) για λίγα δευτερόλεπτα και στη συνέχεια τη ρωτά:

«Ξέρεις να κολυμπάς;»

Βεβαιώνω.

Γαβ-μιάου

[i] Παραδοσιακή φούστα ή φόρεμα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *