ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: ΦΤΕΡΝΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ;
Μέρος δεύτερο: Φτερνίζονται οι νεκροί;
Οκτώβριος 2023.
Ο SupGaleano πέθανε. Πέθανε όπως έζησε: δυστυχισμένος.
Πριν φύγει από τη ζωή, μερίμνησε να επιστρέψει το όνομα σε όλους όσους είναι η σάρκα και το αίμα που κληροδότησε ο δάσκαλος Γκαλεάνο. Συνέστησε να τον κρατήσουν στη ζωή, δηλαδή να αγωνίζονται. Ο Galeano λοιπόν θα συνεχίσει να βαδίζει σε αυτά τα βουνά.
Κατά τα άλλα, ήταν κάτι απλό. Άρχισε να ψιθυρίζει κάτι σαν «Ξέρω ότι είμαι πιαντάο, πιαντάο, πιαντάο»,[1] και, λίγο πριν πεθάνει, είπε ή μάλλον ρώτησε: «Φτερνίζονται οι νεκροί;» και τέλος. Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια. Ούτε μια φράση που θα περάσει στην ιστορία, ούτε κάτι για να γραφεί στην ταφόπλακα, ούτε ένα ανέκδοτο για να το λένε μπροστά στη φωτιά. Μόνο αυτή η παράλογη, αναχρονιστική, άκαιρη ερώτηση: «Οι νεκροί φτερνίζονται;»
Μετά έμεινε ακίνητος, η κουρασμένη του ανάσα κόπηκε, τα μάτια του έκλεισαν, τα χείλη του τελικά σιώπησαν, τα χέρια του σφιγμένα.
Φύγαμε. Ενώ βγαίναμε από την καλύβα, ήδη στο κατώφλι, ακούσαμε ένα φτέρνισμα. Ο SubMoy γύρισε να με κοιτάξει και εγώ αυτόν, με ένα ελάχιστα υπονοούμενο «γείτσες». Κανένας από τους δυο μας δεν είχε φτερνιστεί. Γυρίσαμε προς το μέρος του νεκρού χωρίς τίποτε άλλο. Ο SubMoy είπε απλώς «καλή ερώτηση». Δεν είπα λέξη, αλλά σκέφτηκα «θα πρέπει σίγουρα να περπατάει με το φεγγάρι που κυλάει προς το Καγιάο».[2]
Φυσικά, προλάβαμε την κηδεία. Αν και χάσαμε τον καφέ και τα κεράσματα.
-*-
Ξέρω ότι κανένας δεν ενδιαφέρεται για έναν ακόμη θάνατο, και κυρίως εκείνον του αείμνηστου πλέον SupGaleano. Στην πραγματικότητα, σας το λέω αυτό γιατί άφησε εκείνο το ποίημα του Rubén Darío με το οποίο ξεκίνησε αυτή η σειρά κειμένων. Προσπερνώντας το προφανές νεύμα προς τη Νικαράγουα που αντιστέκεται και επιμένει, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αναφορά στον τρέχοντα πόλεμο του κράτους του Ισραήλ εναντίον του λαού της Παλαιστίνης, αλλά, τη στιγμή του θανάτου του, ο τρόμος που κυριαρχεί στον κόσμο σήμερα δεν είχε ξαναξεκινήσει – άφησε το ποίημα ως αναφορά, ως απάντηση σε κάποιον που αναρωτιέται πώς εξηγείται αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Τσιάπας, στο Μεξικό και στον κόσμο.
Και, φυσικά, ως διακριτικό φόρο τιμής στον δάσκαλο Γκαλεάνο –από τον οποίο είχε κληρονομήσει το όνομα–, άφησε αυτό που ονόμασε «έλεγχο ανάγνωσης»:
Ποιος το ξεκίνησε; Ποιος είναι ένοχος; Ποιος είναι αθώος; Ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός; Σε ποια θέση βρίσκεται ο Φραγκίσκος της Ασίζης; Απέτυχε αυτός, ή ο λύκος, ή οι βοσκοί, ή όλοι μαζί; Γιατί το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ο άνθρωπος από την Ασίζη ήταν να κάνει μια συμφωνία βασισμένη στο να σταματήσει ο λύκος να είναι αυτό που είναι;
Αν και αυτό συνέβη πριν από μήνες, το κείμενο πυροδότησε ανταλλαγή επιχειρημάτων και συζητήσεις που συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Περιγράφω λοιπόν μία από αυτές:
Είναι σαν ένα είδος συνάντησης ή συνέλευσης ή κάτι σαν ομάδα εργασίας. Συμμετέχουν οι καλύτεροι κάθε είδους: μορφωμένοι ειδικοί σε όλα, αγωνιστές και διεθνιστές για όλα τα αίτια εκτός από εκείνα της γεωγραφίας τους, αυθόρμητοι άνθρωποι με διδακτορικό στα κοινωνικά δίκτυα (η πλειοψηφία) και διάφοροι που, μόλις είδαν τον χαμό, πλησίασαν για να δουν αν μοίραζαν κούπες, καπέλα ή μπλουζάκια με το όνομα του οποιουδήποτε κόμματος. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πλησίασαν για να μάθουν τι ήταν όλο αυτό το χάος.
– «Δεν είστε παρά ένας πράκτορας του επεκτατικού και ιμπεριαλιστικού σιωνισμού!», φώναξε ένας.
– «Κι εσείς είστε απλώς ένας προπαγανδιστής της φονταμενταλιστικής αραβικής μουσουλμανικής τρομοκρατίας!», απάντησε έξαλλος κάποιος άλλος.
Είχαν ήδη σημειωθεί πολλές εντάσεις, αλλά δεν είχαν φτάσει ακόμα στο σημείο «θα τα πούμε έξω».
Και όλα αυτά γιατί ανέλυαν το ποίημα του Rubén Darío «Τα κίνητρα του λύκου».
Δεν ήταν από την αρχή μια ανταλλαγή χαρακτηρισμών, σαρκασμών και μορφασμών. Ξεκίνησε όπως όλες οι άλλες συζητήσεις σε εκείνα τα μέρη: με καλούς τρόπους, δυναμικές φράσεις, «σύντομες παρεμβάσεις» –που συνήθως διαρκούσαν μισή ώρα ή περισσότερο–, και πληθώρα εισαγωγικών πρατηρήσεων και υποσημειώσεων.
Μια συζήτηση καθαρά ανδρική, φυσικά, γιατί το debate οργανώθηκε από το λεγόμενο «Υπερκειμενικό Toby Club».[3]
«Ο Λύκος είναι ο καλός», είπε κάποιος, «γιατί σκότωνε μόνο από πείνα, από ανάγκη».
«Όχι», υποστήριξε ένας άλλος, «είναι κακός γιατί σκότωνε πρόβατα, από τα οποία βιοπορίζονταν οι βοσκοί. Και ο ίδιος παραδέχτηκε ότι μερικές φορές έτρωγε και αρνιά και βοσκούς».
Κάποιος άλλος: «οι κακοί είναι οι κάτοικοι, γιατί δεν τήρησαν τη συμφωνία».
Ένας παραπέρα: «φταίει ο Φραγκίσκος της Ασίζης, που έφερε μια συμφωνία ζητώντας από τον λύκο να σταματήσει να είναι λύκος, κάτι πολύ δύσκολο, και μετά δεν έμεινε για να τηρηθεί η συμφωνία».
Και άλλος: «Αλλά ο Φραγκίσκος της Ασίζης επισημαίνει ότι τα ανθρώπινα όντα είναι κακά από τη φύση τους».
Τα επιχειρήματα επαναλαμβάνονταν και από τις δύο πλευρές. Φαίνεται ότι, αν γινόταν μια δημοσκόπηση αυτή τη στιγμή, ο λύκος θα είχε ένα άνετο διψήφιο προβάδισμα έναντι του λαού των βοσκών. Αλλά ένας έξυπνος ελιγμός στα κοινωνικά δίκτυα κατάφερε να κάνει το hashtag «δολοφόνοςλύκος» να έχει πολύ περισσότερα τουίτ από το #θάνατοςστουςβοσκούς. Έτσι, ο θρίαμβος των influencers υπέρ των βοσκών επί των influencers υπέρ των λύκων ήταν ξεκάθαρος, αν και μόνο στα κοινωνικά δίκτυα.
Υπήρχαν κάποιοι που υποστήριζαν τη συνύπαρξη δύο κρατών στην ίδια επικράτεια: του Κράτους των Λύκων και του Κράτους των Βοσκών.
Άλλοι υποστήριζαν ένα πολυεθνικό κράτος, με λύκους και βοσκούς να ζουν κάτω από τον ίδιο καταπιεστή, συγγνώμη, εννοούσα κάτω από το ίδιο κράτος. Ένας άλλος απάντησε ότι αυτό ήταν αδύνατο, δεδομένου του ιστορικού της κάθε πλευράς.
Ένας κύριος με κοστούμι και γραβάτα σηκώνεται και ζητά τον λόγο: «Αν ο Ρουμπέν (έτσι τον είπε, παραλείποντας το Νταρίο) βασίστηκε στον θρύλο του λύκου του Γκούμπιο γράφοντας τη συνέχειά του, τότε μπορούμε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο. Ας συνεχίσουμε το ποίημα:
Οι βοσκοί, κάνοντας χρήση του νόμιμου δικαιώματός τους να αμυνθούν, επιτίθενται στον λύκο. Καταστρέφουν πρώτα τη φωλιά του με βομβαρδισμούς και μετά μπαίνουν με τανκς και πεζικό. Μου φαίνεται, συνάδελφοι, ότι το τέλος έχει γραφεί: η τρομοκρατική και κτηνώδης βία του λύκου εκμηδενίζεται και οι βοσκοί μπορούν να συνεχίσουν τη βουκολική τους ζωή, κουρεύοντας πρόβατα για μια ισχυρή πολυεθνική εταιρεία που κατασκευάζει ρούχα για μια άλλη εξίσου ισχυρή πολυεθνική εταιρεία, που με τη σειρά της οφείλει σε ένα ακόμη πιο ισχυρό διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Αυτό θα οδηγήσει τους βοσκούς να γίνουν αποτελεσματικοί εργάτες στα εδάφη τους –ναι, με όλα τα νόμιμα εργατικά επιδόματα– και θα ανεβάσει αυτή την πόλη σε πρώτο παγκόσμιο επίπεδο, με σύγχρονους αυτοκινητόδρομους, ψηλά κτίρια, ακόμη και ένα τουριστικό τρένο, που θα επισκέπτονται ταξιδιώτες από παντού: ο κόσμος θα μπορεί να εκτιμήσει τα ερείπια εκείνων που κάποτε ήταν λιβάδια, δάση και πηγές. Η εξόντωση του λύκου θα φέρει ειρήνη και ευημερία στην περιοχή. Σίγουρα, μερικά ζώα θα πεθάνουν, δεν έχει σημασία ο αριθμός ή το είδος, αλλά θα είναι απλώς παράπλευρες απώλειες που θα λησμονηθούν. Εξάλλου, δεν μπορούμε να ζητήσουμε από τις βόμβες να διακρίνουν μεταξύ λύκων και προβάτων, ούτε να περιορίσουν το ωστικό κύμα της έκρηξής τους για να μην καταστρέψουν τα πουλιά και τα δέντρα. Η ειρήνη θα επιτευχθεί και σε κανέναν δεν θα λείψει ο λύκος».
Κάποιος άλλος σηκώνεται και επισημαίνει: «Αλλά ο λύκος έχει διεθνή υποστήριξη και κατοικούσε σε αυτό τον τόπο από πριν. Το σύστημα έκοψε δέντρα για να γίνουν βοσκότοποι και αυτό άλλαξε την οικολογική ισορροπία, μειώνοντας τον αριθμό και τα είδη ζώων που τρώει ο λύκος για να ζήσει. Και ελπίζουμε ότι οι απόγονοι του λύκου θα πάρουν δίκαιη εκδίκηση».
«Α, ώστε λοιπόν ο λύκος σκοτώνει και άλλα πλάσματα. Είναι ίδιος με τους βοσκούς», απαντά κάποιος.
Και έτσι συνέχισαν, χρησιμοποιώντας και άλλα επιχειρήματα εξίσου καλά με αυτά που αναφέρθηκαν εδώ, γεμάτα ευρηματικότητα, πλούτο ευρυμάθειας και πολλές βιβλιογραφικές αναφορές.
Αλλά η αυτοσυγκράτηση δεν κράτησε πολύ: από τον λύκο και τους βοσκούς πήγαν στον πόλεμο Νετανιάχου – Χαμάς, και η συζήτηση κλιμακώθηκε μέχρι να φτάσει στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε αυτή εδώ η μικρή ιστορία, ευγενική μεταθανάτια προσφορά του εκλιπόντος πλέον SupGaleano.
Αλλά εκείνη τη στιγμή, ένα μικρό χέρι σηκώθηκε στο βάθος της αίθουσας, ζητώντας τον λόγο. Ο συντονιστής δεν μπορούσε να δει ποιανού ήταν το χέρι και έτσι έδωσε τον λόγο «στο άτομο στο βάθος που σηκώνει το χέρι του».
Όλοι γύρισαν να κοιτάξουν και ήταν έτοιμοι να φωνάξουν με αποδοκιμασίες για το σκάνδαλο. Ήταν ένα κορίτσι που κρατούσε ένα αρκουδάκι σχεδόν ίσο με το μπόι του και φορούσε μια λευκή μπλούζα με κέντημα κι ένα παντελόνι με ένα γατάκι κοντά στον δεξιό αστράγαλο. Τέλος πάντων, το κλασικό «outfit» για πάρτι γενεθλίων ή κάτι τέτοιο.
Η έκπληξη ήταν τέτοια που όλοι έμειναν σιωπηλοί, με τα μάτια καρφωμένα στο κορίτσι.
Εκείνη ανέβηκε σε μια καρέκλα, σκεπτόμενη ότι έτσι θα την άκουγαν καλύτερα, και ρώτησε:
«Και τα μωρά;»
Η έκπληξη μετατράπηκε τότε σε καταδικαστικό μουρμουρητό: «Ποια μωρά; Τι λέει αυτή η μικρή; Ποιος διάολος άφησε ένα θηλυκό να μπει σε αυτόν τον ιερό χώρο; Και το χειρότερο, είναι ένα μικρό κορίτσι!».
Το κορίτσι κατέβηκε από την καρέκλα και κρατώντας πάντα το αρκουδάκι της με ξεκάθαρα σημάδια παχυσαρκίας –ο αρκούδος εννοείται–, κατευθύνθηκε προς την έξοδο λέγοντας:
«Τα μωρά. Τα παιδιά του λύκου και τα παιδιά των βοσκών. Τα μικρούλια τους. Ποιος σκέφτεται τα παιδιά; Με ποιον θα μιλάω; Και πού θα παίζουμε;»
Από τα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικού.
Eξεγερμένος καπετάνιος Μάρκος.
Μεξικό, Οκτώβριος 2023.
Υ.Γ. — Άμεση και χωρίς όρους απελευθέρωση του Manuel Gómez Vázquez (όμηρος της πολιτειακής κυβέρνησης της Τσιάπας από το 2020) και του José Díaz Gómez (όμηρος από πέρυσι), βάσεις στήριξης των ιθαγενών Ζαπατίστας που φυλακίστηκαν για αυτόν τον λόγο, επειδή ήταν Ζαπατίστας. Για να μη ρωτάν μετά ποιος έσπειρε αυτά που θερίζουν.
Υ.Γ. — Τυφώνας OTIS: Κέντρο συλλογής βοήθειας για τους αυτόχθονες λαούς στην πολιτεία Γκερέρο: στο Σπίτι των Λαών «Samir Flores Soberanes», λεωφόρος México-Coyoacán 343, συνοικία Xoco, Benito Juárez, Πόλη του Μεξικού, Τ.Κ. 03330. Καταθέσεις και τραπεζικά εμβάσματα για την υποστήριξη των λαών και κοινοτήτων στον λογαριασμό 0113643034, iban 012540001136430347, κωδικός SWIFT BCMRMXMMPYM, της τράπεζας BBVA México, υποκατάστημα 1769. Στο όνομα: “Ciencia Social al Servicio de los Pueblos Originarios”. Τηλέφωνο: 5526907936.
[1] [ΣτΜ] Ya sé que estoy piantao, piantao, piantao, no ves que va la luna rodando por Callao… (Ξέρω ότι μου ’χει λασκάρει η βίδα, η βίδα, η βίδα, δεν βλέπεις ότι το φεγγάρι κυλάει προς το Καγιάο), Η μπαλάντα του Λύκου, τάνγκο του Astor Piazzolla σε στίχους του αργεντίνου ποιητή Horacio Ferrer.
[2] Ό.π.
[3] [ΣτΜ] Στο κόμικ «Η μικρή Λουλού», υπήρχε ο καλύτερος φίλος της, ο Toby, που δεν του άρεσαν τα κορίτσια και είχε επινοήσει έναν χώρο όπου μπορούσαν να μαζεύονται αποκλειστικά αγόρια, ονομάζοντάς τον «Toby’s Club». Στο Μεξικό, όταν οι άνδρες αποκλείουν τις γυναίκες από μια δραστηριότητα, λέγεται ότι δημιουργούν ένα Toby’s Club.