Μετά τα 17. (Το τμήμα πολιτοφυλακής Ixchel-Ramona)

Μετά τα 17.
(Το τμήμα πολιτοφυλακής Ixchel-Ramona).

Σεπτέμβριος 2021.

Ως μέρος της ομάδας «Εκτός Εποχής» αναχωρεί ένα τμήμα γυναικών πολιτοφυλάκων. Εκτός από το ότι συμμετέχουν στις ομάδες «Ακρόαση και Λόγος», θα αναλάβουν την ασφάλεια της αερομεταφερόμενης ομάδας και θα διεξάγουν έναν ή περισσότερους αγώνες ποδοσφαίρου με γυναικείες ομάδες από όλη την Ευρώπη.

Υπήρχαν 196 γυναίκες πολιτοφύλακες που εγγράφηκαν για να ταξιδέψουν. Περίπου 20 ήταν κάτω των 18 ετών, αλλά προετοιμάστηκαν για μεταγενέστερα ταξίδια στις ηπείρους της Ασίας, της Ωκεανίας, της Αφρικής και της Αμερικής, περιμένοντας ότι μέχρι τότε θα είναι σε ηλικία για να αποκτήσουν διαβατήριο.

Οι δυσκολίες για να αποκτήσουν τα χαρτιά τους (όλες είναι «Εκτός Εποχής») και το συνεχές πηγαινέλα λόγω των εφευρημάτων των «αξιωματούχων», τις ανάγκασε να εγκαταλείψουν την προσπάθεια. Μερικές είναι μητέρες μόνες και πρέπει να εργαστούν για να αναθρέψουν τα μικρά τους. Οι περισσότερες εργάζονται στηρίζοντας και τις μητέρες και τα ανήλικα αδέλφια τους. Η προετοιμασία ήταν επίσης ένα πρόβλημα, αφού αποδείχθηκε ότι δεν ήταν περίπατος, αλλά ήταν απαραίτητο να προετοιμαστούν για το έργο της «Ακρόασης και Λόγου». Αυτό που κόστισε σ’ αυτές περισσότερη δουλειά ήταν να μάθουν να ακούν.

Έμειναν 37. Προστέθηκαν δύο ανήλικες: η Defensa [σ.τ.μ. Ντεφένσα σημαίνει Άμυνα] (15 ετών) και η Esperanza [Εσπεράνσα σημαίνει Ελπίδα] (12 ετών). Έτσι, συνολικά, είναι 39 γυναίκες πολιτοφύλακες. Έμειναν στο χώρο του «Σπορείου» [Κομαντάντα Ραμόνα] για 3 μήνες, ασκούνταν, μάθαιναν, μελετούσαν και περίμεναν να διασφαλιστεί η δυνατότητα του ταξιδιού: ένα μέρος για να φτάσουν στην Ευρώπη. Όλες έχουν καταγωγή Μάγια και μιλούν Τσελτάλ, Τσοτσίλ, Τσόλ, Τοχολαμπάλ και Καστιλιάνικα. Λίγες είναι άνω των 25 ετών, οι περισσότερες είναι μεταξύ 18 και 21 ετών. Οι ποδοσφαιρικές τους ικανότητες είναι κρατικό μυστικό, αλλά η προθυμία τους να αγωνιστούν είναι εμφανής.

Στο μέρος όπου ήταν περιορισμένες, κανένας ενήλικος αρσενικός δεν μπορούσε να εισέλθει χωρίς άδεια. Σε περίπτωση που, αποπροσανατολισμένος, εισερχόταν κάποιος άνδρας, περικυκλωνόταν αμέσως από μια ομάδα γυναικών της πολιτοφυλακής και «παροτρυνόταν», με το ισχυρό επιχείρημα των μπαστουνιών και των όπλων, να φύγει αμέσως.

Στην προετοιμασία και την προσαρμογή τους, οι πρώτες μέρες ήταν δύσκολες. Οι επόμενες ήταν ακόμη περισσότερο. Μακριά από τις οικογένειές τους, τους έρωτες και το φαγητό των χωριών τους, υπέμεναν την αβεβαιότητα, την πείνα, τις ασθένειες, το διαφορετικό κλίμα, την αμηχανία του να συμβιώνουν με άλλες γυναίκες, διαφορετικές, την έκπληξη να μαθαίνουν νέα πράγματα και την έκσταση να συνειδητοποιούν ότι μπορούσαν να κάνουν αυτό που δεν ήξεραν ότι μπορούσαν να κάνουν. Για παράδειγμα: να ακούν. Και συγχωρέστε με αν επιμένω ξανά και ξανά στο θέμα «να ακούν», είναι επειδή κοιτάζω εκεί μακριά και ακούω όλο τον κόσμο να θέλει να μιλήσει -ή μάλλον, να φωνάξει- και κανέναν, ή σχεδόν κανέναν, με διάθεση να ακούσει.

Αυτές οι μαχήτριες συντρόφισσές μου άφησαν πίσω τους, κοντά ή μακριά στο ημερολόγιο, τα 17 χρόνια. Η ταυτότητά τους δεν αμφισβητείται: είναι ΖΑΠΑΤΙΣΤΑΣ.

-*-

Και μετά κατάλαβα πως όχι…

Μια πολιτοφύλακας παίρνει τον λόγο στη Γενική Συνέλευση της ομάδας «Εκτός Εποχής», όταν αξιολογείται αν κάτι επιτεύχθηκε στο μάθημα «Ακρόαση και Λόγος»:

«Εγώ δεν τα ήξερα όλα αυτά που λένε. Νόμιζα ότι ήταν πάντα έτσι, ότι μπορούσα να πάω στο σχολείο, ότι μπορούσα να έχω έναν αγαπημένο χωρίς να μπορεί να με αναγκάσει να παντρευτώ, ότι μπορούσα να παντρευτώ αν το ήθελα, ή να μην παντρευτώ, ότι μπορούσα να ντυθώ όπως μου αρέσει, ότι μπορούσα να συμμετέχω, μπορούσα να μάθω, μπορούσα να διδάξω. Πίστευα ότι ήταν πάντα το ίδιο με τώρα, ότι έχουμε δικαιώματα και όχι μόνο υποχρεώσεις. Αλλά άκουσα ήδη όσα είπε η συντρόφισσα για το πώς ζούσαν οι άνθρωποι την εποχή των τσιφλικάδων. Άκουσα τι στοίχισε η προετοιμασία για τον αγώνα. Άκουσα τι στοίχισε ο πόλεμος. Άκουσα πώς έγινε η αυτονομία. Επομένως, αυτό που νομίζω είναι ότι πρέπει να προετοιμαστώ για να υπερασπιστώ τα πάντα, να μην επιστρέψει ποτέ πια εκείνη η περασμένη εποχή. Νόμιζα ότι έτσι γεννιόταν κάποια, με ελευθερία. Και μετά κατάλαβα πως όχι, πως χρειάστηκε ο αγώνας, πως πρέπει να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε. Άρα, δεν υπάρχει ανάπαυλα».

-*-

Στην άμυνα των 17 ετών

Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι ήταν το έτος 2018.

Με αφορμή την Πρώτη Συνάντηση των Γυναικών που Αγωνίζονται, αποφασίστηκε ότι οι γυναίκες της πολιτοφυλακής θα ήταν υπεύθυνες για την ασφάλεια. Κλήθηκαν για να ασκηθούν. Στις πορείες δεν κατάφερναν τίποτα. Ήταν τόσο διαφορετικές όσο και οι γλώσσες από τις οποίες αντλούν την καταγωγή και τον προορισμό τους. Τα βήματά τους ήταν αταίριαστα, ασυντόνιστα. Όσο και αν συνεχίστηκε η άσκηση, καμία απολύτως βελτίωση δεν υπήρξε. Απελπισμένος, αποφάσισα ότι ίσως με κάποιο μουσικό ρυθμό θα μπορούσαν να συντονίσουν το βήμα. Οι tercias (1) δοκίμαζαν τον ηχητικό εξοπλισμό. Τους ρώτησα αν είχαν μαζί τους καμιά μουσική. «Μόνο κούμπιας και ρεγκετόν», μου απάντησαν. «Κάτι άλλο από αυτό, κάτι διαφορετικό» επέμεινα. «Δεν υπάρχει» απάντησαν γελώντας. Ζήτησα από τις γυναίκες της πολιτοφυλακής να μάθουν αν κάποια από αυτές είχε κανένα τραγούδι στο κινητό τους που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω. Ψίθυροι και συνωμοτικό γέλιο ανάμεσά τους. Αργούσαν. Στο τέλος κάποια είπε «μόνο κούμπιας». «Εντάξει», είπα παραιτούμενος, «τι κούμπιας έχετε λοιπόν; Και μην μου πείτε το ‘La del Moño Colorado’ (2) γιατί όλες θα έχετε έναν άθλιο τέλος». Νέα γελάκια και ψίθυροι σε τέσσερις διαφορετικές γλώσσες των Μάγια. Μετά από λίγο: «μόνο μία, την 17χρονη». «Όλες έχετε μόνο μία κούμπια και αυτή είναι η ίδια;» «Ναι, την 17χρονη» «Καλά, αυτή λοιπόν, δώστε την στ@ς tercias να την βάλουν στο μεγάλο μεγάφωνο. Και μαζευτείτε για να συνεχίσουμε την άσκηση».

Αρχίζουν οι πρώτες συγχορδίες, σηκώνουν και σταυρώνουν τα μπαστούνια τους και, άμπρα κατάμπρα, αρχίζουν να βαδίζουν ομοιόμορφα, χωρίς να χάνουν το βήμα τους. Αργότερα τις ρώτησα αν ήταν αλήθεια ότι είχαν μόνο εκείνη την κούμπια. «Ναι», είπαν, «όταν θα έχουμε σήμα ή έρθουν οι άλλες συντρόφισσες, θα έχουμε περισσότερες, όπως το ‘Πώς να σε ξεχάσω’».

Στη συνέχεια ζήτησα τον κατάλογο των γυναικών της πολιτοφυλακής ανά καρακόλ, με την ηλικία, για να τις ομαδοποιήσω κατά γλώσσα και ηλικία. Η συντριπτική πλειοψηφία ήταν μεταξύ 15 και 17 ετών.

Τώρα είναι μεταξύ 18 και 21 ετών, κανείς δεν τις ανάγκασε να παντρευτούν, έχουν αγόρι ή όχι -δεν τις απασχολεί- ερωτεύονται και ξε-ερωτεύονται, καίνε καρδιές και καίνε τις δικές τους. Ξέρουν ότι κανείς δεν μπορεί να τις αναγκάσει να κάνουν κάτι που δεν θέλουν και ξέρουν πώς να αμυνθούν. Έχουν διδαχθεί για τα ευάλωτα σημεία των ανδρών, σε περίπτωση που πρέπει να χρησιμοποιήσουν σωματική άμυνα. Επίσης ποια λόγια πληγώνουν τα αρσενικά, σε περίπτωση που πρέπει να χρησιμοποιήσουν ψυχολογική άμυνα. Μη με ρωτάτε ποιος τις δίδαξε αυτά τα αντρικά «μυστικά».

Στην ερώτηση αν έχουν αγόρι, η πλειοψηφία απάντησε ναι. Μία είπε: «cheb» («δύο» στη γλώσσα της). Η διπλανή της άρχισε να της λέει κάτι χαμηλόφωνα και μετά η συντρόφισσα το διόρθωσε: «Όχι, ocheb» («τρία», στη γλώσσα της). Μία άλλη: «bayal» («πολλά»). Και μια άλλη άργησε να απαντήσει γιατί, είπε, είχε χάσει τον λογαριασμό. Οι τρεις τους ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.

Συνοψίζοντας: ήταν 17 ετών και σε αυτή την ηλικία αυτή η κούμπια -νομίζω είναι των «Los Ángeles Azules, Λος Άνχελες Ασούλες»- τις συνόδευσε στον έρωτα και στη λήξη του. Όσοι ασκούν κριτική σε αυτή την κούμπια ή ζητούν τη λογοκρισία της, ίσως έχουν ξεχάσει τι είναι να είσαι 17 ετών. Ίσως έχουν ξεχάσει ότι ναι, οι σχέσεις μπορεί να είναι αυτές ενός αρπακτικού που ματώνει το θήραμά του -σε οποιαδήποτε ηλικία. Αλλά μπορούν επίσης να είναι η ανησυχία και η ελευθερία να αγαπάς και να μην αγαπάς. Ανακαλύπτοντας έτσι ότι μπορεί κανείς να έχει, στην καρδιά, ένα γλυκόπικρο λουλούδι και, ταυτόχρονα, μια πληγή που δεν κλείνει. Επιπλέον, βέβαια, ότι τότε θα πρέπει επίσης να ζητήσουν να λογοκριθεί η Βιολέτα Πάρα και το τραγούδι της «Επιστρέφοντας στα 17».

Τώρα, μετά τα 17, οι γυναίκες της πολιτοφυλακής είναι πιθανό να αφιερώσουν το «Πώς να σε ξεχάσω» σε αυτήν την περασμένη ή την σημερινή αγάπη.

-*-

H Αντεστραμμένη Πηνελόπη

Τις ρώτησα τι είχαν πει στους φίλους τους. Απάντησαν: «Αν είναι να με αγαπάει πραγματικά και δεν είναι ψέμα, ας με περιμένει, αν όχι, τότε τι να κάνουμε, θα βρω άλλον». Με άλλα λόγια, καμία σχέση με το να υφαίνει και να ξυφαίνει το αιώνιο πέπλο της μάταιης αναμονής. Ένα ακόμη δείγμα του «σηκώθηκαν τα πόδια και χτυπούν το κεφάλι».

-*-

Η Συγκατάθεση

Στις συντρόφισσες λένε ότι κανείς δεν μπορεί να τις αγγίξει χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή τους. Ούτε να τις πιάσει από το χέρι ούτε να βάλει το χέρι του στους ώμους ούτε οτιδήποτε άλλο. Έχουν διδαχθεί για το πώς να απαλλαγούν, για παράδειγμα, από ένα ανδρικό χέρι στον ώμο, ανεξάρτητα από το αν είναι κάποιος που έχει αναλάβει μιαν «αρμοδιότητα» στην κοινότητα ή όχι. Το ίδιο και για την εικόνα τους: κανείς δεν μπορεί να τραβήξει φωτογραφίες ή βίντεο χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Πολύ περισσότερο να τα δημοσιεύσει. Είδαν το βίντεο που εμφανίζεται στο τέλος αυτού του κειμένου και ρωτήθηκαν αν μπορεί να δημοσιευτεί ή όχι. Συγκεντρώθηκαν ανά καρακόλ και γλώσσα. Συζήτησαν και ομόφωνα συμφώνησαν να δημοσιευτεί. Είναι ενήμερες.

-*-

Ο καθένας/καθεμία με τον τρόπο του/της

Από την πλευρά μου, από το 2018 ζούσα μέσα στο ψέμα. Είχα πιστέψει ότι το ρεφρέν της κούμπια «17χρονη» έλεγε «πόσο θλιβερή είναι η αγάπη, πόσο θλιβερή είναι η αγάπη». Οι γυναίκες λοχίες με απάλλαξαν από το λάθος: «Ίσως να είναι έτσι Σουπ, όταν λέει ‘αν αυτό είναι αγάπη’, σημαίνει ότι το κορίτσι δεν ξέρει, μόλις αρχίζει να μαθαίνει», και γελούσαν.

Και στις ασκήσεις για τις πορείες, με τα τραγούδια «La Carencia» των Panteones, «Lago» των Cisnes και «La Cumbia del Sapito» αποδείχθηκε ότι ο χορός, όπως και η ζωή, μπορεί να διαρρήξει τους πιο αδιαπέραστους τοίχους.

Δεν ξέρω, νομίζω ότι οι κούμπιας είναι σαν τις μπλούζες στις εμφανίσεις του ποδοσφαίρου. Με ψαλίδι, κλωστή και βελόνα φτιάχνονται έτσι ώστε να ταιριάζουν με το γούστο σου: είτε στενές είτε χαλαρές.

Συμπέρασμα: Ο καθένας, η καθεμία με τον τρόπο του/της, ο καθένας, η καθεμία με την κούμπια του/της, ο καθένας, η καθεμία με το βήμα της γάτας (4) (ή του Γατό-Σκυλου) … και ο καθένας, η καθεμία με το δικό του/της σκα. Στο τραμπολίνο αδέλφια!

Βεβαιώνω.

Ο Σουπ Γκαλεάνο ασκείται στο «Τσούνταρο Στυλ».

(Ω, καλά, ο καθένας/καθεμία κάνει τα πατώματα να τρίζουν όπως μπορεί).

Μεξικό, Σεπτέμβριος του έτους 501.

 

(1) Tercias compas ονομάζονται οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που δουλεύουν στα ζαπατιστικά μέσα ενημέρωσης.

(2) La del Moño Colorado: «Αυτή με τον χρωματιστό κότσο» είναι μια κούμπια που ακουγόταν συχνά στις γιορτές των Ζαπατίστας, ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’90.

(3) Chúntaro Style: στυλ ατόμου που δεν ενδιαφέρεται για το τι λένε άλλοι για τα ρούχα, τους τρόπους ή τα μουσικά του γούστα, με άλλα λόγια κουλ.

(4) Βασικός όρος στο μπαλέτο, συνηθισμένο βήμα κατά το οποίο λυγίζουν τα δύο πόδια στον αέρα και μετά προσγειώνονται στο έδαφος, μοιάζει με το άλμα της γάτας.

Μουσική: ALADEMOSKA – «Sembraremos Rebeldía» [«Θα Σπείρουμε την Εξέγερση»] / Bersuit Vergarabat – «El Baile de la Gambeta»

(η μετάφραση στα ελληνικά αναδημοσιεύθηκε από το: https://athens.indymedia.org/post/1614103/)